- πεντηκοντόγυος
- πεντηκοντό - γυος: of fifty acres, Il. 9.579†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πεντηκοντόγυος — ον, Α αυτός που έχει έκταση πενήντα στρεμμάτων, αυτός που αποτελείται από πενήντα πλέθρα καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + γύης «μονάδα μετρήσεως έκτασης»] … Dictionary of Greek
πεντηκοντόγυον — πεντηκοντόγυος of fifty acres of corn land masc/fem acc sg πεντηκοντόγυος of fifty acres of corn land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)